σύρρους

σύρρους
-ουν, και -οος, -οον, Α
αυτός που ρέει μαζί, αυτός που έχει κοινό ρου με άλλον («συμβαίνει δὲ τὴν λίμνην τῇ παρακείμενῃ θαλάσσῃ σύρρουν γεγονέναι», Πολ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ σύρρους
α) συρροή
β) χώρος στο μέσο στεγασμένων στοών στον οποίο έτρεχαν τα ομβρια ύδατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ρους (< ῥόος/ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. κατά-ρρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”